Από το Πυργί
Αυτό που είχε ο Χρίστος πέρναγε από μάνα σε κόρη κανονικά – φυσιολογικά θα έλεγα, αν δεν ήταν αυτό καθαυτό αφύσικο για μας. Και πήγαινε στην πρώτη κόρη μονάχα. Έτσι, τουλάχιστον, ήξεραν μέχρι τότε αυτές που το κληροδοτούσαν. Κι αυτή η κληρονομιά, λόγω του ότι ήταν πέρα από τα όρια του φυσικού κι επομένως κάτι που θα μπορούσαν κάλλιστα οι «έξω» να το πάρουν πιότερο σαν στίγμα παρά σαν χάρισμα, κρατιόταν από τις κτήτορές της μυστική, ακόμη κι από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους. Πατέρας, αδέρφια, σύζυγος ή άλλα παιδιά ποτέ δε μάθαιναν τίποτε. Το ’ξερε μονάχα αυτή που το ’δινε κι αυτή που το ’παιρνε – κι όποια γριά τύχαινε να είναι ακόμη στη ζωή και ν’ ανήκει σ’ αυτή την «αλυσίδα». Η κόρη που το κληρονομούσε, το αργότερο μέχρι τα δυο της χρόνια, είχε συνειδητοποιήσει ότι ήταν «αλλιώτικη» κι ότι αυτό έπρεπε να κρατηθεί μυστικό. Ανάμεσα σ’ αυτή και τη μάνα της. Και προσκολλιόταν πάνω στη μάνα και όμοιά της με μια παθολογική εξάρτηση. Ήταν η μυρουδιά, έλεγαν γελώντας οι ανίδεοι ένα γύρο. Κι αυτό ακριβώς ήταν...
Όμως ο Χρίστος, γιος της Μαρούς, μιας τέτοιας «αλλιώτικης», είχε την τύχη –ή την ατυχία– να μοιραστεί την ίδια μήτρα με την πρωτοκόρη και πρωτότοκη Αντιγόνη, στην οποία περνούσε κανονικά και σύμφωνα με το νόμο αυτής της παράξενης αλυσίδας το γνώρισμα της μάνας τους.
― Κόρη, να σου ζήσει! είχε πει συγκρατημένα η μαμή βγάζοντας στο δικό μας κόσμο την Αντιγόνη, κι η Μαρού είχε κοιτάξει τη μάνα της.
Αυτές ξέρανε από πριν ότι μέσα της υπήρχε κορίτσι. Όπως επίσης ξέρανε ότι υπήρχε κι ένα αγόρι εκεί. Όμως δεν είχαν πει τίποτε. Oύτε τώρα είπαν τίποτε. Κι όταν η μαμή φώναξε «Παναγιά, βοήθα! Έχει κι άλλο!», η Μαρού ξανακοίταξε σιωπηλή τη μάνα της.
― Αγόρι! αναφώνησε αυτή τη φορά η μαμή βλέποντας να ξεπροβάλλει το φύλο του δεύτερου μωρού. Συγχαρητήρια! και στρεφόμενη προς την πόρτα φώναξε στο νεαρό πατέρα που ξενυχτούσε απ’ έξω: Λουκή! Τον έκανες το γιο!
Χαρά για το Λουκή, που ήθελε αρσενικά, κληρονόμους του ονόματός του. Άλλωστε, ο Λουκής Μανίκας δεν είχε και τίποτε άλλο σπουδαίο ο ίδιος να κληροδοτήσει στα παιδιά του. Εργάτης ήταν, όπως κι οι περισσότεροι εκεί στο Πυργί. Όλοι τους δούλευαν στις φυτείες μαστίχας, που άρχιζαν μόλις τέλειωναν τα σπίτια του χωριού τους.
Όμορφο το χωριό τους. «Το πιο όμορφο σ’ ολόκληρη τη χώρα της μαστίχας», όπως είπε δεκάξι χρόνια αργότερα κι ένας κοσμογυρισμένος ξένος, αφού περιδιάβηκε αργά τους στενούς πλακόστρωτους δρόμους σταματώντας κάθε λίγο και λιγάκι περισπούδαστα κάτω από τις καμάρες ή μπροστά στις σιδηρόδετες πόρτες των σταχτόχρωμων ξυστών σπιτιών του, που στολίζονταν με αναρριχητικά φυτά γιομάτα λουλούδια. Μετά κατέληξε στο κάστρο τους, ένα μεγάλο τετράγωνο γενοβέζικο πύργο με επάλξεις από πελεκητή πέτρα, που φιλοξενούσε στα ριζά του το «λιβάδι»,* ίδιο με τη στενή πλατεία του Παλάτσο Bέκκιο. Έτσι τους είπε και γι’ αυτό ο ξένος. Τι ήθελε ακριβώς να πει κανείς τους δεν κατάλαβε. Όλοι τους πάντως ήταν εκεί τότε. Σ’ αυτό το «λιβάδι». Μικροί και μεγάλοι. Γιόρταζαν το πανηγύρι τους. Όλοι με τα καλά τους. Και πιο πολύ οι νέοι. O Χρίστος, δεκάξι χρονών παλικάρι, είχε βάλει κι αυτός τη λευκή βράκα του και το κοντό μαύρο γιλέκο, αλλά δεν περιδιάβαινε με τ’ άλλα παλικάρια. Είχε σταθεί παράμερα και κατασκόπευε τη δίδυμη αδερφή του, την Αντιγόνη. Εκείνη, όπως όλα τα κορίτσια, έκανε βόλτες στην πλατεία με την παρέα της, ανταλλάσσοντας χαιρετισμούς με τις άλλες κοριτσίστικες συντροφιές, με ασπροκέντητο καπελάκι σε σχήμα γόνδολας, μακριά λευκή πτυχωτή πουκαμίσα δεμένη σφιχτά στη λεπτή μέση της με κόκκινο ζωνάρι κι από πάνω ένα επίσης λευκό φαρδυμάνικο γιλέκο, που στο στήθος μπροστά σκεπαζόταν από ένα τετράγωνο κεντημένο πανί γαντζωμένο από τις δυο πάνω άκρες του στους ώμους. Όλες τους στολισμένες με χάλκινα κοσμήματα και χάντρινα φυλαχτά, που έπεφταν βαριά πάνω στην πλουμιστή τους μπροστέλα. Και δώστου να λικνίζεται παιχνιδιάρικα το μακρουλό καπελάκι τους πάνω στο κοντοκομμένο με αφέλειες μαλλί τους. Της Αντιγόνης ήταν χρυσαφί. Το μαλλί.
Κι ο Χρίστος ήταν ξανθός. Όπως η Μαρού, η μάνα τους. Από τα άλλα τους αδέρφια –τρία κατοπινά αγόρια– μόνο αυτός κι η Αντιγόνη είχαν κληρονομήσει το ξανθό της. Το ξανθό – και το κρυφό της γνώρισμα. Όπως είχε γίνει πιο πριν μ’ αυτήν και με τη μάνα της. Και για μεν το τελευταίο δεν ήξερε η Μαρού αν το είχε κανείς άλλος απ’ αυτούς στον κόσμο, όμως το ξανθό της ήταν σίγουρα μοναδικό, τουλάχιστον εκεί, στον τόπο τους. Nα, ο Χρίστος της. Όσο και να ’θελε να μένει απαρατήρητος, για να κατασκοπεύει την αδερφή του –τι πάθος με την αδερφή του αυτό το παιδί, Θε μου φύλαγε!– δεν τα κατάφερνε. Τα μαλλιά του, ίδιος χείμαρρος, ξεχώριζαν μέσα στη μελαχρινάδα των συντοπιτών τους· ξεχώριζαν και χύνονταν ακράτητα κάτω από το μικροσκοπικό καλπάκι του, που αγωνιζόταν να κρατηθεί στη θέση του.
Αλλά, ακόμη και να μην ήτανε τα μαλλιά του, από την Αντιγόνη δε θα μπορούσε να κρυφτεί ο Χρίστος. Έφτανε να κοιτάξει προς το μέρος της κι εκείνη αμέσως έπιανε τη ματιά του. Από μικροί το είχανε αυτό. Πάντα ένιωθαν τη ματιά ο ένας του άλλου. Όμως αυτό ήταν το κατάδικό τους μυστικό. Oύτε η μάνα ούτε η νενέ τους το ’ξερε. Όπως δεν ήξεραν και τ’ άλλα τους... Και τώρα την κοίταζε συνέχεια ο Χρίστος. Κι εκείνη γύριζε και του ’στελνε από μακριά ένα χαμόγελο. O αδερφός της τότε κατσούφιαζε και πήγαινε ακόμη πιο παράμερα, κοιτάζοντας καχύποπτα τις παρέες με τα παλικάρια, που συνέχιζαν να περιδιαβαίνουν κεφάτα και να τραγουδούν αργόσυρτους σκοπούς στα κορίτσια, που προσπερνούσαν ή κάθονταν στα πέτρινα πεζούλια κατά μήκος του τείχους.
Τα κορίτσια άκουγαν τα τραγούδια των νέων σεμνά και φρόνιμα, απόλυτα ευχαριστημένα απ’ αυτές τις απλοϊκές εκδηλώσεις θαυμασμού. Όμως όλα τ’ αγόρια μία είχαν κατά νου όταν τραγουδούσαν. Το σπάνιο εξωτικό πουλί του Μανίκα. Την Αντιγόνη τη χρυσομαλλούσα, που αυτή τη χρονιά είχε στο καπελάκι της μια λευκή μεταξωτή κορδέλα με κρόσσια ως τους ώμους – σημάδι πως είχε φτάσει κι αυτή σε ηλικία γάμου, έτοιμη πια να γίνει γυναίκα ενός απ’ αυτούς.
Τη μέρα που της πέρασε η μάνα της την κορδέλα στο καπελάκι της, η Αντιγόνη έβαλε τα κλάματα. Εκείνη δεν ήθελε να παντρευτεί ποτέ και ν’ αποχωριστεί τη μάνα της και το Χρίστο της. Η Μαρού είχε ρίξει ένα άγριο βλέμμα στον πρώτο γιο της, που πάλι (!) ήταν εκεί, μες στα πόδια τους. Κι αφού τον έδιωξε με τρία απανωτά νοήματα –δεν έλεγε να καταλάβει με το πρώτο, το στουρνάρι, Θε μου συγχώρα!– αγκάλιασε την Αντιγόνη και της διπλοϋποσχέθηκε ότι, σαν παντρευόταν, δε θα την άφηνε να μείνει στο σπίτι της πεθεράς της.
― Κι ο Χρίστος; ρώτησε η Αντιγόνη.
― Κι αυτός θα παντρευτεί, όταν έρθει ο καιρός του, είπε μασημένα η Μαρού.
― Και δε θα φύγει από κοντά μας. Έτσι, μάνα;
― Έτσι, είπε ξανά μασημένα η Μαρού.
Το να είναι η κόρη της κολλημένη σαν στρείδι πάνω της το ’βρισκε φυσικό η Μαρού. Κι η ίδια έτσι ήταν με τη δική της μάνα, μα αυτό δεν την εμπόδισε να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια. Όμως ο Χρίστος ήταν άντρας. Τι ήθελε με την αδερφή του και τη μάνα του συνέχεια; Όσο ήτανε μικρός, δεν πείραζε. Τη βόλευε κιόλας, γιατί έπρεπε να τον δασκαλεύει. Βλέπεις, το είχε πάρει κι αυτός! Πρώτη φορά στα χρονικά να το πάρει αγόρι από μάνα. Όμως ήταν κι η πρώτη φορά που γεννιόνταν δίδυμα στην οικογένειά τους.
― Μπορεί έτσι να γίνεται όταν κάνεις διπλάρια, προσπάθησε να ερμηνεύσει το γεγονός τότε η μάνα της.
Ήταν σοφή η μάνα της, η Σάρα, όπως την έλεγε ο κόσμος. Κι ήταν σοφή γιατί είχε την ικανότητα να βρίσκει δικές της εξηγήσεις σε όλα όσα συνέβαιναν στον κόσμο τους και ιδιαίτερα ν’ απαντά σε όλες τις ερωτήσεις που της έκανε πρώτα η κόρη της και μετά τα δίδυμα της κόρης της. Ήταν ο παντογνώστης, ας πούμε, μέντορας της αλυσίδας. Ένας ρόλος άγουρος και τυχάρπαστος, μιας και η ίδια είχε προλάβει να μαθητεύσει κοντά στη δική της μάνα και μέντορα μόλις μέχρι τα εφτά της χρόνια.
― Κοίταξε μονάχα μην ξεμπροστιαστεί ο μικρός..., είχε συμβουλέψει τότε την κόρη της για το Χρίστο. Δεν ξέρεις ποτέ με τ’ αγόρια...
Κι η Μαρού πήρε από την αρχή κοντά της αγόρι και κορίτσι, κι έμαθε και στους δυο πώς να κρύβουν το «μυστικό» τους. Στην αρχή σαν παιχνίδι, μετά σαν απειλή. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει τίποτε. Κι εκείνα είχαν δεχτεί την παράξενη κληρονομιά τους με ξεχωριστή ωριμότητα για την ηλικία τους. Όμως έτσι γινόταν πάντα μ’ αυτά τα παιδιά. Μόνο που αυτή η επίγνωση της ιδιαιτερότητάς τους τα έκανε απόμακρα ακόμη κι από τα ίδια τους τ’ αδέρφια.
«Τυχερή η Αντιγόνη που θα ’χει ένα αδέρφι να μοιράζεται το μυστικό της» είχε σκεφτεί η Μαρού στην αρχή, αναλογιζόμενη τη δική της μοναξιά όταν ήτανε μικρή. Όμως, όταν έφτασαν τα δίδυμά της στα δώδεκα κι ο Χρίστος δεν έδειχνε καμία διάθεση να συγχρωτιστεί με τ’ άλλα αγόρια, άρχισαν να τη ζώνουν τα φίδια τη Μαρού. Το ίδιο και τη μάνα της. Άλλωστε, ο Χρίστος ήταν κοινό τους θέμα, όπως κι η Αντιγόνη – και κοινή τους ανησυχία από τότε που τα δίδυμα είχαν γίνει τεσσάρων, γιατί από τότε είχε αρχίσει ο Χρίστος να δυσκολεύει το ήδη δύσκολο έργο τους. Όμως έλπιζαν μέχρι τώρα οι δυο γυναίκες πως είχαν το χρόνο και τη φύση με το μέρος τους.
― Μάνα, είπε η Μαρού σε μια από τις πολλές διαβουλεύσεις τους για το Χρίστο, δε λέει να ξεκολλήσει από τη φούστα μου, και κοίταξε τη Σάρα μ’ εκείνο το βλέμμα που άφηνε να ειπωθούν βουβά κι όλα όσα άλλα βρίσκονταν πίσω από τα μάτια.
― Τη δικιά σου ΚΑΙ της Αντιγόνης, τόνισε εντελώς περιττά το δεύτερο εκείνη και συνέχισε λες και σκεφτόταν φωναχτά: Πρέπει να ξεκόψει από μας τις γυναίκες ο Χρίστος, όσο είναι καιρός ακόμη...
Τ’ άλλα αγόρια της Μαρούς, αν και μικρότερα, δούλευαν κιόλας εργάτες κοντά στον πατέρα τους. O Χρίστος όλο δικαιολογίες ήταν για να μη φεύγει από το κονάκι τους. Πότε ο φράχτης τους ήθελε φτιάξιμο, πότε η σκάλα, πότε τούτο, πότε τ’ άλλο. Κι όταν τέλειωναν αυτά, καθόταν δίπλα στην Αντιγόνη και ζήταγε τη βελόνα της! Κι αυτή τη βελόνα την έπιανε πιο επιδέξια απ’ όλα τα εργαλεία που χρειάζονταν για τα μαστορέματά του.
Την πρώτη φορά που τον είδε η νενέ του με τη βελόνα στο χέρι, κόντεψε να πάθει συγκοπή. Oύτε δέκα δεν ήταν ο εγγονός της τότε. Άνοιξε το στόμα της και, μην μπορώντας να βγάλει άχνα από την ταραχή της, του άρπαξε το κέντημα από τα χέρια και του ’ριξε μια σβερκιά που τον έκανε να πέσει με τη μούρη στο πάτωμα. Η Αντιγόνη μπήγοντας σπαρακτικές κραυγές στάθηκε μπροστά στον αδερφό της προσπαθώντας να τον προφυλάξει από την αγριεμένη γριά. Ευτυχώς, ο πατέρας τους δεν ήταν στο σπίτι να δει τα «ρεζιλίκια» του Χρίστου. Και τα τρία μικρότερα αγόρια δέρνονταν εκείνη την ώρα –σαν κανονικά αρσενικά– έξω στην αυλή. Oι τρεις γυναίκες του σπιτιού είχαν τώρα ένα ακόμη μυστικό να μοιράζονται με το Χρίστο. Κι όσο ο καιρός περνούσε, έμαθαν να μην ξενίζονται με την κλίση του στη βελόνα.
Από την άλλη, ο Λουκής κρατούσε μια παράξενη στάση απέναντι στον πρώτο του γιο. Από την αρχή, από τότε ακόμη που ήταν μια σταλιά μωρό ο Χρίστος, ένιωθε λειψός ο Λουκής μπροστά του. Η αρχοντική λευκάδα, τα κατάξανθα μαλλιά και τα γαλάζια μάτια τού παιδιού τού προκαλούσαν μιαν ακαταμάχητη συστολή απέναντί του. Άσε που η Μαρού το είχε πάρει κι αυτό όπως και την κόρη της από δίπλα. Και με την Αντιγόνη ο Λουκής ένιωθε αυτή τη συστολή. Άλλωστε, έμοιαζε με το Χρίστο. Δίδυμα, βλέπεις. Όμως εκείνη ήταν κορίτσι... Γυναίκα, βρε παιδί μου, και ποιος καταλαβαίνει τα θηλυκά... Άσε που ήταν κολλημένη από τα γεννοφάσκια της κιόλας στη Μαρού. Χμ, λες κι ήταν κόρη μονάχα εκείνης. Αλλά σόι το βασίλειο... Κι η Μαρού ποτέ δεν έφυγε από την ποδιά της μάνας της. Μήπως κι όταν παντρεύτηκαν, δεν αναγκάστηκε να γίνει σώγαμπρος; Δεν ήθελε ν’ αφήσει η Μαρού τη χήρα μάνα της, που με τη σειρά της δεν ήθελε ν’ απομακρυνθεί από τον τάφο της δικής της μάνας, λίγα μέτρα πιο κει από το παραθύρι της κάμαράς της. Σόι το βασίλειο, σου λέω. Κι αυτός τότε είχε δεχτεί να μείνει στο πατρικό της Μαρούς. Φτάνει η κόρη της Σάρας να γινόταν δική του.
Δική του... Παρ’ όλα τα σμιξίματά τους, η Μαρού έμενε πάντα απόρθητη. Παρ’ όλα τα ηδονικά βογκητά που την έκανε να βγάζει στην αγκαλιά του, πάντα έμενε στο τέλος ατσαλάκωτη κι απόμακρη. Ίσως γι’ αυτό και να τη λάτρευε τόσο πολύ ο Λουκής. Ίσως και γι’ αυτό να της είχε αφήσει το Χρίστο, μόλις την είδε να τον διεκδικεί με τον ίδιο ζήλο όπως την κόρη της. Nα τον έχει κι αυτόν στην απόλυτη δικαιοδοσία της. Όμοιος ομοίω. Ευτυχώς όμως του είχε κάνει τα άλλα αγόρια –συνηθισμένα αρσενικά και μελαχρινά σαν του λόγου του–, στα οποία έπαιζε το ρόλο του πατέρα-αφέντη κανονικά κι όπως έπρεπε. Μερικά δειλινά μόνο, στην προσπάθειά του να υπερνικήσει αυτό το κράτημα προς το Χρίστο, περνούσε στην αντίπερα όχθη – με το σχετικό ρακί για βοήθεια. Έβαζε τότε τις φωνές στον «ξασπρουλιάρη σαν τη μάνα του» και στις τρεις «ξιπασμένες πριγκίπισσες», που τον κανάκευαν πιότερο από τον κύρη του σπιτιού τους! Κι όταν αργότερα πλάγιαζε με τη Μαρού, την έπαιρνε με άγρια, απελπισμένη ορμή προσπαθώντας να γκρεμίσει και το δικό της αόρατο φράγμα, που τον κρατούσε μακριά –και τόσο κοντά της– το ίδιο σταθερά και μαρτυρικά όλα αυτά τα δεκαεφτά χρόνια. Η Μαρού όμως ποτέ δεν του αντιστάθηκε, ποτέ δεν τον πολέμησε για να του δώσει στο τέλος την ικανοποίηση της νίκης. Πάντα τον άφηνε να μπαίνει μέσα της ελεύθερα κι εύκολα, υγρή και έτοιμη, παίρνοντας πρώτη εκείνη αυτόν που ήθελε να την πάρει.
Όμως έτσι ήταν οι γυναίκες σαν τη Μαρού. Θηλυκοί επιβήτορες. Κι η μάνα της, η Σάρα, ήταν έτσι. Και πριν απ’ αυτή η δική της μάνα. Κι ήταν μια μακριά αλυσίδα γυναικών, της οποίας κανείς δεν ήξερε τον πρώτο κρίκο ή ποια ήταν αυτή που είχε κληρωθεί πρώτη «αλλιώτικη». Ακόμη κι η Σάρα δεν ήξερε πολλά για τη δική της μάνα. Μόνο όσα χρειάζονταν για να κρατάει μυστική την ιδιαιτερότητά τους. Άλλωστε, μόνο μέχρι τα εφτά της, όπως είπαμε, αυτή την είχε κοντά της. Έπειτα απόμεινε μόνη. Μόνη αυτή μες στα χαλάσματα και στους νεκρούς που είχαν αφήσει πίσω τους οι Τούρκοι κατακτητές φεύγοντας από το χωριό τους…
Το Μάρτη του 1822 είχαν αρχίσει όλα. Τότε που ο Λυκούργος Λογοθέτης από τη Σάμο αποβιβάστηκε στο Κοντάρι της Χίου με δυόμισι χιλιάδες άντρες. Oι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν και αμπαρώθηκαν μέσα στο φρούριο. Oι Χιώτες στα σπίτια τους. Βλέπεις, μέσα στο μπουντρούμι του φρουρίου οι Τούρκοι κρατούσαν ομήρους σαράντα έξι προκρίτους από την προηγούμενη χρονιά, που είχε αρχίσει η ελληνική Επανάσταση. Oι χωρικοί όμως, τους οποίους για εννιά μήνες τώρα ο Βαχίτ πασάς, ο διοικητής της Χίου, τους είχε με το βούρδουλα κι έσκαβαν την τάφρο του φρουρίου, δέχτηκαν σαν σωτήρες τους Σαμιώτες και τελικά παρέσυραν με τον ενθουσιασμό τους και τους υπόλοιπους. Όμως τη Μεγάλη Πέμπτη στο λιμάνι της Χώρας άραξε τουρκικός στόλος από έξι τρίκροτα και είκοσι έξι φρεγάτες. Εφτά χιλιάδες Τούρκοι βγήκαν στη στεριά και έσπασαν γρήγορα κάθε αντίσταση. Oι Χιώτες έτρεχαν να βρουν καταφύγιο σε βουνά, λαγκάδια, σπηλιές, δάση, πλεούμενα… Πολλοί αναζήτησαν σωτηρία σε σπίτια ξένων υπηκόων ή σε προξενεία, που όμως συχνά οι Τούρκοι τα παραβίαζαν – τον πρόξενο της Δανιμαρκίας, ως φιλέλληνα, τον ανασκολόπισαν. Ανήμερα το Πάσχα δεκατρείς χιλιάδες Τούρκοι έσφαξαν και έκαψαν τρεις χιλιάδες Έλληνες που είχαν καταφύγει στη Μονή του Αγίου Μηνά. Την επόμενη μέρα την ίδια τύχη είχε το χωριό Άγιος Γεώργιος, μετά η Nέα Μονή, το Ανάβατο... Την έβδομη μέρα ο Καρά Αλής έβγαλε ντελάλημα ότι θα χορηγούσε αμνηστία στους υπόλοιπους Χιώτες, εάν επέστρεφαν στα σπίτια τους και παρέδιδαν τον οπλισμό τους. Έπεισε μάλιστα τους προξένους της Αγγλίας και της Αυστρίας να πάνε το μήνυμα σ’ όλο το νησί. Κι εκείνοι –πιστεύοντας πως κόμιζαν ειλικρινή υπόσχεση– μήνυσαν στους Χιώτες να επιστρέψουν, γιατί θα τους συγχωρούσαν οι Tούρκοι. Κι οι Χιώτες τούς πίστεψαν. Ε, ό,τι είχε γίνει είχε γίνει. Άλλωστε, εκείνοι ποτέ πριν δεν είχαν αντιταχθεί στην Πύλη. Μήπως την προηγούμενη μόλις χρονιά δεν είχαν αρνηθεί τις πατριωτικές προτάσεις του Τομπάζη, που εμφανίστηκε στο νησί τους με έντεκα υδραίικα μπρίκια, εφτά σπετσιώτικα και τρεις ψαριανές γαλέρες; Και, μόλις εκείνος αναγκάστηκε να φύγει, αυτοί δεν έδωσαν στους Τούρκους νέες εγγυήσεις της νομιμοφροσύνης τους, ένα σωρό χρήματα, ομήρους κι όλα τους τα όπλα; Μέχρι και τους σουγιάδες που έκοβαν το ψωμί τους παρέδωσαν στους Τούρκους. Αυτά σκεπτόμενοι γύρισαν στα σπιτικά τους και, μάλιστα, χωρίς να τους το ζητήσει κανένας, τους παρέδωσαν και εβδομήντα προκρίτους ακόμη από τα Μαστιχοχώρια για ομήρους, που είχαν εξαιρεθεί από το γιουρούσι λόγω της μαστίχας. Μα, πριν προλάβουν καν να σκύψουν στους νεκρούς τους, έγινε το δεύτερο γιουρούσι, η Μεγάλη Σφαγή. Oι όμηροι του κάστρου κρεμάστηκαν γυμνοί ο ένας δίπλα στον άλλον σαν σφαχτάρια, κατά μήκος της τάφρου, στην περιοχή Βουνακίου, κι άλλοι εβδομήντα στα κατάρτια των τουρκικών πλοίων, ενώ Μπασιμπουζούκοι, Ζεϊμπέκοι και Γιουρούκοι του Καρά Αλή έσφαζαν κι έκαιγαν το νησί για δεκαπέντε μέρες. Παντού νεκροί – σφαγμένοι, σταυρωμένοι, κρεμασμένοι… Μόνο όσα παιδιά δε χρειάζονταν μητρική φροντίδα γλίτωναν τη σφαγή για να γίνουν σκλάβοι, και οι νέες γυναίκες για να παραδοθούν σε επιτόπου βιασμούς ή να πάρουν το δρόμο προς τα χαρέμια – αρκεί να μην αντιστέκονταν. Η Χώρα γινόταν μέρα με τη μέρα ένας σωρός από στάχτη και ερείπια, όπου πλανιόταν η δυσωδία από τους άταφους νεκρούς, και στα σοκάκια της –ανάμεσα σε χαρτιά, βιβλία και σπασμένα έπιπλα–, αν τύχαινε να πατήσεις πάνω σε κάποιο σωρό από κουρέλια, το πόδι σου βούλιαζε και ξεπετάγονταν από το πλάι κομμάτια από μισολιωμένα πτώματα.
Όταν η Xώρα και τα χωριά ερήμωσαν, οι Τούρκοι άρχισαν να αναζητούν θύματα σε σπηλιές, βουνά, χαράδρες, σε απόκρημνες και δυσπρόσιτες ακτές… Γρικώντας μην και ακούσουν κάποιο κλάμα μωρού από τις κρυψώνες. Και παραφύλαγαν για μέρες έξω από αυτές, μέχρι να βγει κάποιος ξελιγωμένος από τη δίψα ή την πείνα. Άλλοι, πάλι, περιδιάβαιναν την ύπαιθρο και καμώνονταν τους πραματευτάδες καλώντας τους χωριανούς να βγουν από τις κρυψώνες τους, διότι οι Τούρκοι, τάχα, είχαν φύγει. Σε άλλα μέρη ανάγκαζαν αιχμαλώτους να τους υποδείξουν πιθανά κρησφύγετα, και τους Μαστιχοχωρίτες, που είχαν πάλι εξαιρεθεί από τη σφαγή, να τους παραδώσουν όσους είχαν καταφύγει στα χωριά τους για να γλιτώσουν.
Όταν οι αγριότητες τέλειωσαν, ελλείψει πια αντικειμένου, ο Καρά Αλής πασάς προσκάλεσε στη ναυαρχίδα του τους κυβερνήτες όλων των σκαφών που είχε στις διαταγές του να γιορτάσουν μαζί την τελευταία νύχτα του Ραμαζανιού. Τα κατάρτια κατάφωτα και λόφοι το πιλάφι στις μεταλλικές πιατέλες. Όμως μέσα στη νύχτα, κι όταν οι πασάδες ήταν στο τσακίρ κέφι, όλα τινάχτηκαν στον αέρα από το μπουρλότο ενός φτωχού κι αγράμματου Ψαριανού ναυτικού, κάποιου Κανάρη, που έκανε έτσι μνημόσυνο στους σφαγμένους Χιώτες με μια σπονδή νεκρών – συμπεριλαμβανομένων και των σκλάβων χριστιανών, που ήταν στοιβαγμένοι στο αμπάρι της ναυαρχίδας. Είκοσι χιλιάδες Τούρκοι τότε όρμησαν για αντίποινα στα απείραχτα Μαστιχοχώρια κι επακολούθησε το τρίτο γιουρούσι, που συμπλήρωσε απ’ άκρου σ’ άκρο την ερήμωση και την καταστροφή του νησιού. Στο Πυργί όσους απόμειναν από τη σφαγή τούς έκλεισαν σ’ ένα μαγαζί κι από κει τους έφερναν δεμένους πισθάγκωνα στο «λιβάδι», όπου κάθονταν οι καπεταναίοι Τούρκοι, και τους έκοβαν τα κεφάλια. Τα μωρά τα πετούσαν στον αέρα και τα τρυπούσαν με τα σπαθιά.
Όταν μετά από μέρες έφτασαν στο Πυργί δειλά δειλά οι πρώτοι Έλληνες να ξαναστήσουν νοικοκυριά, είδαν με έκπληξη ζωντανό ένα όμορφο, ξανθόμαλλο και γαλανομάτικο κορίτσι. Πώς και γιατί, κανείς δεν έμαθε ποτέ. Κρύφτηκε πουθενά; Το λυπήθηκε κανένας Τούρκος; Το σκέπασε κάποιος άγγελος; Άγνωστο. Tη βρήκαν γονατισμένη δίπλα στη μάνα της – ολόιδια η μικρή καλλονή. Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στη μέση της αυλής του σπιτιού τους κι έδειχνε να κοιμάται σε πείσμα του μαχαιριού στη μέση του στέρνου της. Εκτός από το σκούρο κόκκινο λεκέ που κύκλωνε τη λαβή αυτής της λεπίδας, τίποτε άλλο δεν πρόδιδε το πέρασμά της στον Κόσμο των Nεκρών –η σήψη είχε σεβαστεί, λες, το σώμα της–, ενώ τα ρούχα της ήταν καθαρά και στρωμένα με τάξη στο πλακόστρωτο και, αν εξαιρέσεις τις ανεξήγητα αιματοβαμμένες παλάμες της κι εκείνο το λεκέ στο στήθος, δεν έφερε κανένα άλλο ίχνος αίματος ή ατσαλιάς, αντίθετα με την κόρη της, που ήταν αναμαλλιασμένη, πασαλειμμένη παντού με ξεραμένα αίματα και χαρακιές εδώ κι εκεί σαν κάποιος να ’χε παίξει πάνω της με λάμα. Και δεν έβγαλε άχνα όταν τους είδε. Μέχρι που νόμισαν προς στιγμή πως της είχαν κόψει τη γλώσσα οι άπιστοι. Αλλά, όταν έσκυψαν να την πάρουν από τη μάνα της, έβγαλε ακέραιους και καλοσχηματισμένους ολολυγμούς, που διέλυσαν κάθε ανησυχία για την ακεραιότητα του στόματός της. Η μάχη όμως μάχη. Πέντε άντρες χρειάστηκαν για να την ξεκολλήσουν από το λείψανο. Ένας απ’ αυτούς έγινε άντρας της μετά από οκτώ χρόνια.
Είκοσι χρόνια την περνούσε ο άντρας της. Όμως δεν ήταν αυτά που στέκονταν ανάμεσά τους. O δύστυχος νόμιζε ότι έφταιγε η μάνα της, που ήταν θαμμένη λίγα μόλις μέτρα μακριά από την αυλή όπου την είχαν βρει. Μ’ αυτή την υπόσχεση την είχε καταφέρει, εφτάχρονο κοριτσάκι εκείνη τη μέρα, ν’ αποχωριστεί το κουφάρι και να τους αφήσει να το θάψουν. Όμως αυτό που έστεκε πραγματικά ανάμεσά τους, κι εκείνος δεν το έμαθε ποτέ, ήταν το κρυφό της γνώρισμα. Το ίδιο που της έδινε κι εκείνη την ιδιαίτερη λάμψη στα μάτια. Μια λάμψη που δε χανόταν ακόμη κι όταν έκλειναν τα βλέφαρα. Αν του ’κανε, τουλάχιστον, παιδί... Άσε που θα βούλωνε και τα στόματα των συγχωριανών, πως τάχα της έπεφτε κομμάτι μεγάλος και κάτι τέτοια. Όμως δεν έφταιγε αυτός. Εκείνος φρόντιζε τη γυναίκα του καταπώς έπρεπε. Άλλωστε, ποιος θα μπορούσε να μείνει αδιάφορος μπροστά σ’ ένα τέτοιο θηλυκό; Κι από την πρώτη στιγμή η μικρή είχε αφεθεί απρόσκοπτα στα χάδια του. Χάδια που αυτός προσπάθησε στην αρχή –και μάρτυράς του ο Θεός!– να είναι πότε μητρικά, πότε πατρικά και πότε αδερφικά. Nα αναπληρώσει όσους είχαν λείψει της μικρής του προστατευόμενης τόσο απότομα. Σιγά σιγά όμως αυτά απλώθηκαν απροσχεδίαστα κι αθέλητα σε απόκρυφες περιοχές, που του προσφέρθηκαν με άδολη θέρμη και χωρίς τις όποιες αναστολές που περνούσαν από γενιά σε γενιά, μέχρι τότε, στις συνηθισμένες άλλες γυναίκες. Εκείνη έμοιαζε της μάνας της και το γεγονός ότι μεγάλωσε στη συνέχεια κοντά στον κατοπινό άντρα της –που ζηλότυπα δεν άφηνε κανέναν άλλον να την πλησιάσει– είχε σαν αποτέλεσμα να μείνει ανόθευτη η ελεύθερη, φιλανδρική αγωγή που είχε πάρει μέχρι τα εφτά της. Όμως παιδί δεν έκανε, παρά μόνο όταν είχε περάσει πια τα σαράντα της και κανείς δεν το περίμενε. O παπάς του χωριού τότε την παρομοίασε με κάποια Σάρα, λέει, που είχε γεννήσει κι αυτή σε μεγάλη ηλικία κι από κει και πέρα το Σάρα παραγκώνισε το πραγματικό της όνομα. Ακόμη κι ο άντρας της υιοθέτησε αυτό το παρανόμι, που θύμιζε σε όλους τον αγέραστο ερωτισμό του και με το Σάρα ξεψύχησε στα εβδομήντα πέντε χρόνια του, αφήνοντάς τη χήρα και μ’ ένα δεκαεξάχρονο τσουπί, τη Μαρού, ίδια κι όμοια η μάνα της. Ένα χρόνο αργότερα πήρε ο Λουκής την έδρα του αρσενικού στο σπιτικό τους.
(Η συνέχεια στο βιβλίο)